Τσικουδιά – Ρακή
Κάθε φθινόπωρο μετά τη σοδειά του σταφυλιού ποικίλοι εορτασμοί κρασιού ξεκινούν σε όλη την Ελλάδα. Κατόπιν, σειρά έχει η Παρασκευή της τσικουδιάς. Το έθιμο του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1920, οπότε και δόθηκαν ειδικές άδειες σε αγρότες με στόχο την οικονομική ενίσχυσή τους μέσα από την παραγωγή τσικουδιάς.
Ως πρώτη ύλη στο ρακοκάζανο μπαίνουν τα τσίκουδα ή στράφυλλα (πολτοποιημένα σταφύλια), απομεινάρια του πατήματος των σταφυλιών για να βγει ο μούστος. Καθώς το καζάνι αρχίζει να βράζει, σταγόνα σταγόνα αρχίζει να ρέει το πρώτο σώμα του αποστάγματος, το πρωτοράκι, πολύ δυνατή ρακή, σκέτο οινόπνευμα. Όσο συνεχίζεται η απόσταξη, η τσικουδιά παίρνει τις σωστές αναλογίες και βαθμούς. Συνήθως το καζάνι <<κλείνει>> περίπου στου 40αλκοολικούς βαθμούς. Η μοσχοβολιστή τσικουδιά, αχνιστή ακόμη, δίνει το σύνθημα για τρικούβερτο γλέντι.
Ο σύγχρονος τρόπος παρασκευής τσικουδιάς από βιομηχανικές μονάδες γίνεται με τη μέθοδο της κλασματικής απόσταξης -ασυνεχούς απόσταξης κυρίως-, όπου χρησιμοποιούνται υψηλής ποιότητας κατασκευής ατμοκάζανα, πλήρως ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενα και ελεγχόμενα. Αυτό επιτρέπει την Παρασκευή ενός πολλαπλά αποσταγμένου προϊόντος υψηλής ποιότητας και καθαρότητας, μειώνοντας τις ανεπιθύμητες ουσίες της απόσταξης στο ελάχιστο και επιτρέποντας στον παραγωγό να κάνει το διαχωρισμό των κεφαλών και των ουρών και κρατώντας μόνο την καρδιά του αποστάγματος.
Η καλή τσικουδιά είναι η βασίλισσα των ποτών, γιατί εκτός από απόλαυση, αφενός είναι αγνή, δηλαδή δεν έχει χρωστικές ουσίες και βιομηχανικές αλκοόλες (οινόπνευμα που παράγεται από πατάτες ή ζαχαρότευτλά κ.α.) και αφετέρου παρέχει αγχολυτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες με συνέπεια να μας ευφραίνει την καρδιά και το πνεύμα, να μας απολύει από τις βασανιστικές σκέψεις, άρα να μας ξεκουράζει, να διεγείρει την όρεξη, τη χώνεψη και τη θέρμη του σώματός μας.
Σερβίρετε σε μικρά ποτήρια και καταναλώνεται σκέτη ή με πάγο, αλλά συνήθως με συνοδεία ξηρών καρπών, γλυκών και μεζέδων ψαρικών ή κρεατικών και πάντα με καλή παρέα.